ευμνημόνευτος
Смотреть что такое "ευμνημόνευτος" в других словарях:
εὐμνημόνευτος — easy to remember masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμνημόνευτος — η, ο (Α εὐμνημόνευτος, ον) αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τόν θυμάται κάποιος εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῡτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», Πλάτ.) αρχ. πρόχειρος, προσιτός («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).… … Dictionary of Greek
ευμνημόνευτος — η, ο αυτός που εύκολα συγκρατείται στη μνήμη, που απομνημονεύεται εύκολα, αλλ. ευκολοθύμητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐμνημονευτότατον — εὐμνημόνευτος easy to remember masc acc superl sg εὐμνημόνευτος easy to remember neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμνημόνευτον — εὐμνημόνευτος easy to remember masc/fem acc sg εὐμνημόνευτος easy to remember neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμνημονευτότερα — εὐμνημόνευτος easy to remember neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμνημονεύτους — εὐμνημόνευτος easy to remember masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμνημονεύτῳ — εὐμνημόνευτος easy to remember masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμνημόνευτα — εὐμνημόνευτος easy to remember neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμνημόνευτοι — εὐμνημόνευτος easy to remember masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)